-
1 ἐπι-σάσσω
ἐπι-σάσσω, att. - σάττω, daraufpacken, τὰς διφϑέρας ἐπὶ τοὺς ὄνους Her. 1, 194, vgl. 3, 9; καμήλων ἐπισεσαγμένων τὰ σκεύη, beladene, Poll. 1, 139; ἵππον, satteln u. packen, Xen. An. 3, 4, 35 Cyr. 3, 3, 27 u. Sp.; τὴν ὄνον σῦκα Luc. Asin. 16.
См. также в других словарях:
επισάττω — ἐπισάττω και ἐπισάσσω (Α) [σάττω] τοποθετώ σάγμα (σαμάρι) ή σέλλα σε υποζύγιο, σαμαρώνω, σελλώνω αρχ. 1. φορτώνω πάνω σε κάτι («τὰς δὲ διφθέρας ἐπισάξαντες ἐπὶ τοὺς ὄνους ἀπελαύνουσι εἰς τοὺς Ἀρμενίους», Ηρόδ.) 2. φορτώνω κάποιον με κάτι… … Dictionary of Greek